ἐμετικά

ἐμετικά
ἐμετικός
provoking sickness
neut nom/voc/acc pl
ἐμετικά̱ , ἐμετικός
provoking sickness
fem nom/voc/acc dual
ἐμετικά̱ , ἐμετικός
provoking sickness
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐμετικάς — ἐμετικά̱ς , ἐμετικός provoking sickness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμετικός — ή, ό 1. που προκαλεί εμετό, ξεραστικός: Εμετικά φάρμακα. 2. το ουδ. ως ουσ., εμετικό φάρμακο που προκαλεί εμετό. 3. μτφ., αηδιαστικός: Εμετικά αστεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθαίρω — (AM καθαίρω) 1. καθαρίζω («καθήρατε δὲ κρητῆρας», Ομ. Οδ.) 2. εξαγνίζω από έγκλημα ή αμάρτημα («καθαίρειν τινὰ φόνου», Ηρόδ.) αρχ. 1. απαλλάσσω μια χώρα από τέρατα και ληστές («καθαίρειν γῆν και θάλατταν», Πλούτ.) 2. ιατρ. καθαρίζω, κάνω κένωση… …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • συρμαιοπώλης — ὁ, A αυτός που πωλεί χυμό συρμαίας ή, γενικώς, εμετικά και καθαρτικά φάρμακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρμαία + πώλης*] …   Dictionary of Greek

  • υπερκαθαίρομαι — Α ιατρ. έχω πολλές κενώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + καθαίρω «καθαρίζω, προξενώ κένωση με φάρμακα καθαρτικά ή εμετικά»] …   Dictionary of Greek

  • φαρμακεία — (Νομ.). Η χρησιμοποίηση δηλητηρίων για τη διάπραξη εγκλήματος. Κατά τον Ποινικό Νόμο όλων των πολιτισμένων κρατών, η φ. αποτελεί αδίκημα του οποίου η ποινή φτάνει έως την καταδίκη σε θάνατο. Οι αρχαίοι μεταχειρίζονταν δηλητήρια φυτικά, ζωικά ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”